- τυποκλοπία
- η, Νλαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλοπία (< -κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.