τυποκλοπία

τυποκλοπία
η, Ν
λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλοπία (< -κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυποκλοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυποκλοπία ή αυτός που γίνεται με τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιτυπία — η η παράνομη, χωρίς γνώση τού συγγραφέα ή τού εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886… …   Dictionary of Greek

  • τυποκλοπώ — Ν διαπράττω τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλόπος. Η λ., στον λόγιο τ. τυποκλοπέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τυποκλόπος — ο, Ν 1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία 2. σπαν. λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”